Προπονούμενος στα τσεχικά

Μετάφραση: προπονούμενος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
instruktáž, výcvik, drezúra, nácvik, školení, výchova, proponoumenos
Προπονούμενος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προπονούμενος

προπονούμενος λεξικό γλώσσας τσεχικά, προπονούμενος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • προπηλακίζω στα τσεχικά - násilnost, zlořečit, pohana, potupit, násilí, hanit, urážet, ...
  • προπονητής στα τσεχικά - instruktor, vůz, cvičitel, kočár, autokar, trénovat, trenér, ...
  • προπονώ στα τσεχικά - trénovat, kočár, vůz, instruktor, autokar, trenér, trenér týmu, ...
  • προπορεύομαι στα τσεχικά - pionýr, průkopník, zákopník, předcházet, předcházejí, předchází
Τυχαίες λέξεις
Προπονούμενος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: instruktáž, výcvik, drezúra, nácvik, školení, výchova, proponoumenos