Τροφοδοτώ στα τσεχικά

Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krmit, živit, zásobovat, píce, napájet, palivo, krmivo, jídlo, potrava, vykrmit, stravovat, přivádět, hořlavina, strava, topit, ládovat, Stoke, zdvih, přiložit
Τροφοδοτώ στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ

τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, τροφοδοτώ στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • τροφικός στα τσεχικά - výživný, nutriční, živná, výživná, výživné
  • τροφοδοσία στα τσεχικά - zásobování, stravování, catering, stravováním, Cateringové služby
  • τροφοδότης στα τσεχικά - dodavatel, zásobovatel, dodavatel jídel, kuchaře, stravování, společného stravování, kuchař
  • τροχαλία στα τσεχικά - kladka, řemenice, kladky, řemenici, kladku
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: krmit, živit, zásobovat, píce, napájet, palivo, krmivo, jídlo, potrava, vykrmit, stravovat, přivádět, hořlavina, strava, topit, ládovat, Stoke, zdvih, přiložit