Αμύνομαι στα φινλανδικά

Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puolustaa, puolustella, puolustaa itseäni, puolustaakseni itseäni, itseäni puolustaakseen
Αμύνομαι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμύνομαι

αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αμύνομαι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμόνι στα φινλανδικά - alasin, Anvil, alasimen, vasteen, alasinta
  • αμύγδαλο στα φινλανδικά - manteli, Almond, mantelin, manteli-
  • αν στα φινλανδικά - vaikka, josko, tokko, jos, mikäli, kun
  • ανά στα φινλανδικά - kohti, kohden, per, euroa, prosenttia
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: puolustaa, puolustella, puolustaa itseäni, puolustaakseni itseäni, itseäni puolustaakseen