Αναστέλλω στα φινλανδικά
Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siirtyä, hajaantua, seisauttaa, lykätä, jäädyttää, estää, inhiboivat, inhiboida, estävän, inhiboimaan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστέλλω
αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αναστέλλω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ανασκόπηση στα φινλανδικά - harkita, selonteko, katsaus, arvostella, tutkimus, katsastus, selostaa, ...
- αναστάτωση στα φινλανδικά - sekamelska, touhuta, hyörinä, vouhottaja, hajaannus, kohu, katko, ...
- αναστατώνω στα φινλανδικά - kaatuminen, hälinä, hätäinen, kaataa, vauhko, kumota, hermostuttaa, ...
- αναστενάζω στα φινλανδικά - suhista, huokaus, huokailla, huokaista, huoata, päästi, huokaisten, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: siirtyä, hajaantua, seisauttaa, lykätä, jäädyttää, estää, inhiboivat, inhiboida, estävän, inhiboimaan
Μεταφράσεις: siirtyä, hajaantua, seisauttaa, lykätä, jäädyttää, estää, inhiboivat, inhiboida, estävän, inhiboimaan