Αποδεκατίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tappaa, tuhota, harventaa, hävittää, decimate, verottaa, tuhoavat
Αποδεκατίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω

αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αποδεκατίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποδείξεις στα φινλανδικά - oire, näyttää toteen, ilmentää, osoitus, näyttö, osoittaa, todistaa, ...
  • αποδεικνύω στα φινλανδικά - kokeilla, ilmentää, yrittää, näyttää toteen, koetella, esittää, vannoa, ...
  • αποδεκτός στα φινλανδικά - otollinen, sallittava, hyväksyttävä, kelvollinen, suotava, hyväksytty, tutkittavaksi, ...
  • αποδεσμεύω στα φινλανδικά - unshackle
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: tappaa, tuhota, harventaa, hävittää, decimate, verottaa, tuhoavat