Δεσμεύω στα φινλανδικά
Μετάφραση: δεσμεύω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luottaa, sitoa, passittaa, kahlehtia, nitoa, luovuttaa, sijoittaa, kytkeä, tarttua, tehdä, kahle, fetter, estettä, jalkarauta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσμεύω
δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, δεσμεύω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- δεσμίδα στα φινλανδικά - paketti, käärö, pinkka, kerääntyä, nippu, tiivistää, tukku, ...
- δεσμευτικός στα φινλανδικά - nauha, pakollinen, kansi, sidos, sitova, sitovia, sitovan, ...
- δεσμοφύλακας στα φινλανδικά - vanginvartija, Vartija, jailer, vanginvartijan, vanginvartijalle
- δεσμός στα φινλανδικά - side, takaus, afääri, asia, esine, tarttua, juttu, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμεύω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: luottaa, sitoa, passittaa, kahlehtia, nitoa, luovuttaa, sijoittaa, kytkeä, tarttua, tehdä, kahle, fetter, estettä, jalkarauta
Μεταφράσεις: luottaa, sitoa, passittaa, kahlehtia, nitoa, luovuttaa, sijoittaa, kytkeä, tarttua, tehdä, kahle, fetter, estettä, jalkarauta