Διαφοροποιώ στα φινλανδικά
Μετάφραση: διαφοροποιώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
derivoida, eriyttää, erilaistua, erottaa, erottamaan, erottavat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφοροποιώ
διαφοροποιώ συνώνυμο, διαφοροποιώ συνώνυμα, διαφοροποιώ στα αγγλικά, διαφοροποιώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διαφοροποιώ στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- διαφορετικά στα φινλανδικά - toisin, eri tavalla, eri, eri tavoin, erilainen
- διαφορετικός στα φινλανδικά - toinen, epätasainen, erilaatuinen, toisenlainen, erisuuri, epäsovinnainen, erilainen, ...
- διαφυγή στα φινλανδικά - vuoto, paeta, escape, pakenemaan, poistumisteiden
- διαφωνία στα φινλανδικά - väittely, sanaharkka, keskustelu, riita, vaihekulma, selkkaus, vaihtaa, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφοροποιώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: derivoida, eriyttää, erilaistua, erottaa, erottamaan, erottavat
Μεταφράσεις: derivoida, eriyttää, erilaistua, erottaa, erottamaan, erottavat