Δικαιοδοσία στα φινλανδικά

Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuomiovalta, oikeudenkäyttö, oikeudenkäyttöalue, toimivalta, lainkäyttö, toimivaltaa, lainkäyttövaltaan, toimivallan, toimivaltaan
Δικαιοδοσία στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία

δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας φινλανδικά, δικαιοδοσία στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • δικάζω στα φινλανδικά - tuomita, leimata, tuomari, päättää, käräjätuomari, repostella, tuomarin, ...
  • δικαίωμα στα φινλανδικά - sovelias, korjata, oikea, oikeutus, sopiva, suora, osuva, ...
  • δικαιολογία στα φινλανδικά - oikeutus, anteeksipyyntö, alibi, puolustus, puolustella, vanhurskauttaminen, antaa anteeksi, ...
  • δικαιολογώ στα φινλανδικά - oikeuttaa, puolustella, perustella, puolustaa, vanhurskauttaa, tekosyy, tekosyynä, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: tuomiovalta, oikeudenkäyttö, oikeudenkäyttöalue, toimivalta, lainkäyttö, toimivaltaa, lainkäyttövaltaan, toimivallan, toimivaltaan