Εμφυσώ στα φινλανδικά

Μετάφραση: εμφυσώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teroittaa, inculcate, istuttaa, juurruttaa
Εμφυσώ στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμφυσώ

εμφυσώ συνώνυμα, εμφυσώ συνώνυμο, εμφυσώ μετάφραση, εμφυσώ βικιλεξικο, εμφυσώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εμφυσώ στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • εμφατικός στα φινλανδικά - tomera, painokas, painokkaasti, painokkaita, voimakas, empaattisen
  • εμφιαλώνω στα φινλανδικά - pullo, puteli, pullot, pulloa, pulloja, pullojen, pulloissa
  • εμφυτεύω στα φινλανδικά - juurruttaa, kylvösiemen, upottaa, kylvää, kiinnittää, siementää, sperma, ...
  • εμψυχώνω στα φινλανδικά - virkistää, virkistyä, tunteva, elvyttää, herättää uudelleen henkiin, reanimate
Τυχαίες λέξεις
Εμφυσώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: teroittaa, inculcate, istuttaa, juurruttaa