Ενίσχυση στα φινλανδικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vahvistus, vahvistusta, monistus, monistuksen, vahvistuksen
Ενίσχυση στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ενίσχυση στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα φινλανδικά - täysi-ikäinen, aikamies, aikuinen, aikaihminen, aikuisten, aikuisen, aikuista, ...
  • ενήλικος στα φινλανδικά - aikaihminen, aikuinen, aikamies, täysi-ikäinen, aikuisten, aikuisen, aikuista, ...
  • εναγής στα φινλανδικά - hirveä, kamala, kaamea, vastenmielinen, kauhea, julma, hirvittävä, ...
  • εναγόμενος στα φινλανδικά - altavastaaja, vastaaja, syytetty, vastaajan, vastaajana, vastaajalle, vastaaja on
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: vahvistus, vahvistusta, monistus, monistuksen, vahvistuksen