Εξάπλωση στα φινλανδικά

Μετάφραση: εξάπλωση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laajeneminen, laajentuminen, pöhötys, jatke, levittää, leviäminen, leviämisen, leviää, leviämistä
Εξάπλωση στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάπλωση

εξάπλωση των τούρκων, εξάπλωση αγγλικά, εξάπλωση των αράβων, εξάπλωση συνώνυμο, εξάπλωση χριστιανισμού, εξάπλωση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εξάπλωση στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξάμηνο στα φινλανδικά - puoli, puolet, puolen, puoliskolla, puoleen
  • εξάνθημα στα φινλανδικά - harkitsematon, ajattelematon, varomaton, ihottuma, ihottumaa, ihottuman, rash
  • εξάπτω στα φινλανδικά - sytyttää, herättää, kiihottaa, virittämiseen, excite, kiihoteta, magnetoimaan
  • εξάρθρωση στα φινλανδικά - siirros, siirtymä, sijoiltaanmeno, sijoiltaan, häiriöitä, dislokaation, häiriö
Τυχαίες λέξεις
Εξάπλωση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: laajeneminen, laajentuminen, pöhötys, jatke, levittää, leviäminen, leviämisen, leviää, leviämistä