Επιβλέπω στα φινλανδικά

Μετάφραση: επιβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valvoa, valvoisi
Επιβλέπω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβλέπω

επιβάλλω αγγλικα, επιβάλλω english, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, επιβλέπω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιβιβάζομαι στα φινλανδικά - taulu, lankku, laita, hirvitä, ryhtyä, rohjeta, lauta, ...
  • επιβιβάζω στα φινλανδικά - uskaltautua, ryhtyä, rohjeta, ruveta, hirvitä, aloittaa, lähteä, ...
  • επιβλαβής στα φινλανδικά - epäsuotuisa, vahingollinen, kolhiva, haitallinen, haitallisia, haitallisten, haitallista, ...
  • επιβλητικός στα φινλανδικά - mahtava, valtuutettu, ehdoton, ylväs, käskevä, vaikutusvaltainen, arvokas, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιβλέπω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: valvoa, valvoisi