Ηθικολόγος στα φινλανδικά
Μετάφραση: ηθικολόγος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeudenmukainen, moralisti, moralistisia, moraalinvartijana, moralistinen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηθικολόγος
ηθικολόγος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ηθικολόγος στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ηδύφωνος στα φινλανδικά - idyfonos
- ηθική στα φινλανδικά - siveellisyys, moraalisuus, etiikka, etiikan, etiikkaa, eettisen, etiikasta
- ηθικός στα φινλανδικά - eettinen, moraalinen, opetus, oikeudenmukainen, moraalista, moraalisen, moraalisia, ...
- ηλίθιος στα φινλανδικά - mieletön, typerä, älytön, idiootti, idiot, idioottia, idiootilta
Τυχαίες λέξεις
Ηθικολόγος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: oikeudenmukainen, moralisti, moralistisia, moraalinvartijana, moralistinen
Μεταφράσεις: oikeudenmukainen, moralisti, moralistisia, moraalinvartijana, moralistinen