Κυριολεκτικά στα φινλανδικά

Μετάφραση: κυριολεκτικά, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sananmukaisesti, kirjaimellisesti, sanatarkasti
Κυριολεκτικά στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυριολεκτικά

κυριολεκτικά english, κυριολεκτικά μετάφραση, κυριολεκτικά τρομακτικεσ οι νέες φωτογραφιεσ της νανάς καραγιάννη, κυριολεκτικά λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κυριολεκτικά στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κυριαρχία στα φινλανδικά - yliherruus, seutu, johtoasema, maakunta, territorio, herruus, maa-alue, ...
  • κυριαρχώ στα φινλανδικά - alistaa, dominoida, hallita, overmaster
  • κυριολεκτικός στα φινλανδικά - perimmäinen, painovirhe, kirjaimellinen, todellinen, kirjaimellisen, kirjaimellista, sanamuodon mukainen, ...
  • κυριότερος στα φινλανδικά - keskeinen, pääoma, ensisijainen, manner, ulappa, pääasiallinen, pääasiallisena, ...
Τυχαίες λέξεις
Κυριολεκτικά στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: sananmukaisesti, kirjaimellisesti, sanatarkasti