Περιορισμός στα φινλανδικά

Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rajoitus, haitta, supistus, rajaus, rajoitusta, rajoittaminen, rajoituksia, rajoituksen
Περιορισμός στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμός

περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, περιορισμός στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • περιορίζω στα φινλανδικά - laimentaa, ääri, pelkistää, supistaa, rajoittua, torjua, tyytyä, ...
  • περιορισμένος στα φινλανδικά - äärellinen, rajoitettu, rajoittaa, rajoitetaan, rajoitettava, rajoittuu
  • περιουσία στα φινλανδικά - perintö, tilat, ominaisuus, kuolinpesä, sääty, maatila, lavaste, ...
  • περιοχή στα φινλανδικά - piirikunta, maatila, tienoo, piha, vyöhyke, määrittelyjoukko, tila, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: rajoitus, haitta, supistus, rajaus, rajoitusta, rajoittaminen, rajoituksia, rajoituksen