Στενάζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itkeä, ruikuttaa, uikuttaa, valitus, pahoitella, vaikerrus, Moan, valittaa, voihkia
Στενάζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενάζω

στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, στενάζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • στεγνός στα φινλανδικά - ikävä, kuiva, ivallinen, kuihduttaa, kuivaa, kuivassa, kuivalla
  • στενά στα φινλανδικά - ohittaa, kulua, käydä, ojentaa, mennä ohi, läpi, kertoa, ...
  • στενός στα φινλανδικά - pieni, kaveta, kovasti, tiukka, uskottu, tiivis, kapea, ...
  • στενόχωρος στα φινλανδικά - ahdas, epämiellyttävä, epämukava, epämukavaksi, epämukavalta, epämukavaa
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: itkeä, ruikuttaa, uikuttaa, valitus, pahoitella, vaikerrus, Moan, valittaa, voihkia