Συνοφρυώνομαι στα φινλανδικά

Μετάφραση: συνοφρυώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paheksua, tuijottaa, rypistää otsaansa, frown, otsan, harmistus
Συνοφρυώνομαι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνοφρυώνομαι

συνοφρυώνομαι λεξικο, συνοφρυώνομαι τι σημαινει, συνοφρυώνομαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, συνοφρυώνομαι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνορεύω στα φινλανδικά - yhdistää, yhdistyä, päätyä, rajakkain, päittäin, rajoittumaan, abut
  • συνουσία στα φινλανδικά - yhdyntä, kanssakäyminen, yhdynnän, yhdynnässä, yhdyntää
  • συνοχή στα φινλανδικά - yhtenäisyys, koheesio, yhteenkuuluvuuden, yhteenkuuluvuutta, yhteenkuuluvuus, koheesion
  • συνοψίζω στα φινλανδικά - tiivistyä, taulukoida, tabulate
Τυχαίες λέξεις
Συνοφρυώνομαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: paheksua, tuijottaa, rypistää otsaansa, frown, otsan, harmistus