Σύντροφος στα φινλανδικά

Μετάφραση: σύντροφος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ystävä, osakas, seuralainen, partneri, kumppani, osakkeenomistaja, companion, kumppania, toverinsa
Σύντροφος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντροφος

σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος δούρου, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ρένας δούρου, σύντροφος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, σύντροφος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • σύντομα στα φινλανδικά - aikaisin, kohta, pian, piakkoin, lyhyesti, heti, nopeasti, ...
  • σύντομος στα φινλανδικά - pikainen, pian, toimeksianto, lyhytaikainen, kohta, lyhyt, suppea, ...
  • σύριγγα στα φινλανδικά - injektioruisku, ruisku, ruiskun, ruiskussa, ruiskuun, ruiskua
  • σύρμα στα φινλανδικά - sähköjohto, sähke, vaijeri, lanka, johto, johdin, langan, ...
Τυχαίες λέξεις
Σύντροφος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ystävä, osakas, seuralainen, partneri, kumppani, osakkeenomistaja, companion, kumppania, toverinsa