Accumulare στα ελληνικά
Μετάφραση: accumulare, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accreditare στα ελληνικά - εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, πίστωση, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, ...
- accrescere στα ελληνικά - βελτιώνω, εντείνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, αυξάνω, ενισχύω, σηκώνω, ...
- accumulatore στα ελληνικά - συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
- accuratezza στα ελληνικά - ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβεια
Τυχαίες λέξεις
Accumulare στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Μεταφράσεις: αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί