Levo στα ελληνικά
Μετάφραση: levo, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, άνεση, καταπραΰνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- levis στα ελληνικά - μικρός, φωτίζω, προσβάλλω, θίγω, φωτερός, ανάβω, ξανθός, ...
- leviter στα ελληνικά - ελαφρώς, επιπόλαια
- lex στα ελληνικά - νόμος
- libenter στα ελληνικά - εκών
Τυχαίες λέξεις
Levo στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, άνεση, καταπραΰνω
Μεταφράσεις: ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, άνεση, καταπραΰνω