Mērīšana στα ελληνικά

Μετάφραση: mērīšana, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταμέτρηση, μετρώ, μέτρο, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
Mērīšana στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mērs στα ελληνικά - δήμαρχος, δημάρχου, δήμαρχο, Mayor, ο Δήμαρχος
  • mērvienība στα ελληνικά - μονάδα, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
  • mērķis στα ελληνικά - κουτουλώ, σκοπός, σκοπεύω, αποβλέπω, βλέψη, στόχος, στοχεύω, ...
  • mēs στα ελληνικά - εμείς, που, θα, έχουμε, μπορούμε
Τυχαίες λέξεις
Mērīšana στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταμέτρηση, μετρώ, μέτρο, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση