Obligatorisk στα ελληνικά

Μετάφραση: obligatorisk, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτακτικός, υποχρεωτικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
Obligatorisk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • objektiv στα ελληνικά - αντικειμενικός, φακός, φακού, Lens, φακό, του φακού
  • oblat στα ελληνικά - καθιερωμένος, πεπλατυσμένο, πεπλατυσμένα, πεπλατυσμένη, oblate
  • observant στα ελληνικά - οξυδερκής, διορατική, διορατικός, αντιληπτική, διορατικοί
  • observatorium στα ελληνικά - παρατηρητήριο, αστεροσκοπείο, Παρατηρητήριο, Παρατηρητηρίου, Παρατηρητήριο του, Παρατηρητήριο για
Τυχαίες λέξεις
Obligatorisk στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτακτικός, υποχρεωτικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής