Betamelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: betamelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βολικός, ευπρεπής, εύσχημος, αρμόζων, σφετερίζομαι, κατάλληλος, σωστός, πρέπων, καθωσπρέπει, πρόσφορος, οικειοποιούμαι, κόσμια, ευπρόσωπος, καθώς πρέπει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betalen στα ελληνικά - πληρώνω, πληρωμή, να πληρώσει, να καταβάλει, να πληρώσουν, για να πληρώσει, να πληρώνουν
- betaling στα ελληνικά - πληρωμή, πληρώνω, μισθός, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής
- betasten στα ελληνικά - αισθάνομαι, νιώθω, εμπειρία, υφή, ψαχουλεύω, αίσθημα, νόημα, ...
- betekenen στα ελληνικά - σημαίνω, αποδίδω, διορίζω, τσιγκούνης, εννοώ, αναθέτω, παραδόπιστος, ...
Τυχαίες λέξεις
Betamelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βολικός, ευπρεπής, εύσχημος, αρμόζων, σφετερίζομαι, κατάλληλος, σωστός, πρέπων, καθωσπρέπει, πρόσφορος, οικειοποιούμαι, κόσμια, ευπρόσωπος, καθώς πρέπει
Μεταφράσεις: βολικός, ευπρεπής, εύσχημος, αρμόζων, σφετερίζομαι, κατάλληλος, σωστός, πρέπων, καθωσπρέπει, πρόσφορος, οικειοποιούμαι, κόσμια, ευπρόσωπος, καθώς πρέπει