Bonzen στα ελληνικά

Μετάφραση: bonzen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάντρα, σπρώχνω, λίμπρα, τσιγκλώ, λίβρα, κοπανίζω, παλμός, πάλομαι, πάλλω, throb, σφύζουν
Bonzen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bont στα ελληνικά - τρίχωμα, γούνα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα
  • bonus στα ελληνικά - πριμ, δώρο, μπόνους, επίδομα, επιδομάτων
  • boodschap στα ελληνικά - εξουσιοδότηση, επιτροπή, μήνυμα, άγγελμα, παραγγέλλω, παραγγελία, μηνύματος, ...
  • boog στα ελληνικά - τόξο, αψίδα, κόμπος, φιόγκος, πλώρη, πλώρης, φιόγκο, ...
Τυχαίες λέξεις
Bonzen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάντρα, σπρώχνω, λίμπρα, τσιγκλώ, λίβρα, κοπανίζω, παλμός, πάλομαι, πάλλω, throb, σφύζουν