Gepast στα ελληνικά

Μετάφραση: gepast, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευπρεπής, κατάλληλος, σκόπιμος, αρμόζων, οικειοποιούμαι, καθωσπρέπει, σφετερίζομαι, σωστός, πρέπων, βολικός, επίκαιρος, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται
Gepast στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • geoloog στα ελληνικά - γεωλόγος, γεωλόγου, γεωλόγο, ο γεωλόγος, το γεωλόγο
  • geometrie στα ελληνικά - γεωμετρία, γεωμετρίας, τη γεωμετρία, γεωμετρία του, η γεωμετρία
  • gepensioneerde στα ελληνικά - συνταξιούχος, συνταξιούχου, συνταξιούχο, συντάξεως, συνταξιούχων
  • gepraat στα ελληνικά - κουβέντα, κουβεντιάζω, ομιλία, συζήτηση, ομιλίας, μιλάμε
Τυχαίες λέξεις
Gepast στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευπρεπής, κατάλληλος, σκόπιμος, αρμόζων, οικειοποιούμαι, καθωσπρέπει, σφετερίζομαι, σωστός, πρέπων, βολικός, επίκαιρος, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται