Lenen στα ελληνικά

Μετάφραση: lenen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζομαι, δανείζω, δάνειο, δανεισμός, να δανειστεί, για να δανειστεί, να δανειστούν, να δανείζονται, να δανείζεται
Lenen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lemmer στα ελληνικά - λεπίδα, λεπίδας, λεπίδων, πτερυγίου, blade
  • lemmet στα ελληνικά - λεπίδα, λεπίδας, λεπίδων, πτερυγίου, blade
  • lengte στα ελληνικά - μήκος, απόγειο, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό
  • lengtegraad στα ελληνικά - απόγειο, γεωγραφικό μήκος, γεωγραφικού μήκους, μήκος, μήκους, γεωγραφικού
Τυχαίες λέξεις
Lenen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζομαι, δανείζω, δάνειο, δανεισμός, να δανειστεί, για να δανειστεί, να δανειστούν, να δανείζονται, να δανείζεται