Ophopen στα ελληνικά
Μετάφραση: ophopen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, σωρός, αποθησαυρίζω, στοιβάδα, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ophitsen στα ελληνικά - παρακινώ, προκαλώ, διεγείρω, υποβοηθώ, υποκινούν, υποκινήσουν, υποδαυλίζουν, ...
- ophogen στα ελληνικά - αύξηση, υψώνω, αναστηλώνω, ανυψώνω, σηκώνω, ανατρέφω, ασανσέρ, ...
- ophouden στα ελληνικά - στήριγμα, συμπαράσταση, τελειώνω, λήγω, καθυστερώ, ολόκληρος, ολοκληρώνω, ...
- opinie στα ελληνικά - γνωμάτευση, σκέψη, σκεφτόμουν, γνώμη, πειθώ, νόμιζα, άποψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Ophopen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, σωρός, αποθησαυρίζω, στοιβάδα, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, σωρός, αποθησαυρίζω, στοιβάδα, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί