Samenhang στα ελληνικά
Μετάφραση: samenhang, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενότητα, ανταπόκριση, ειρμός, ακεραιότητα, σχέση, αρμονία, σύνδεση, συνοχή, συνοχής, τη συνοχή, της συνοχής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- samendrukking στα ελληνικά - συμπίεση, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση
- samengesteld στα ελληνικά - περίπλοκος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, σύνθετος, μαζί, βάλει μαζί, συγκεντρώσει, ...
- samenhangend στα ελληνικά - σταθερός, συνεπής, συναφής, συνεκτική, συνεκτικό, συνεκτικής, συνεκτικού
- samenklank στα ελληνικά - συγχορδία, συμφωνία, αρμονία, αρμονίας, την αρμονία, αρμονικά, της αρμονίας
Τυχαίες λέξεις
Samenhang στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενότητα, ανταπόκριση, ειρμός, ακεραιότητα, σχέση, αρμονία, σύνδεση, συνοχή, συνοχής, τη συνοχή, της συνοχής
Μεταφράσεις: ενότητα, ανταπόκριση, ειρμός, ακεραιότητα, σχέση, αρμονία, σύνδεση, συνοχή, συνοχής, τη συνοχή, της συνοχής