Wassing στα ελληνικά

Μετάφραση: wassing, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νίψιμο, πλύσιμο, νήψη, δύναμη κάθαρσης, πλύση, έκπλυσις
Wassing στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • borst στα ελληνικά - στήθος, νεαρός, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
  • flitsen στα ελληνικά - φλας, αναλαμπή, Flash, λάμψης, το Flash, ανάφλεξης
  • fris στα ελληνικά - ζωντανός, δροσερός, νωπός, φρέσκος, πρόσφατος, φρέσκο, φρέσκα, ...
  • kansel στα ελληνικά - κούτσουρο, αμβώνας, άμβωνα, άμβωνας, pulpit, ο άμβωνας
Τυχαίες λέξεις
Wassing στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νίψιμο, πλύσιμο, νήψη, δύναμη κάθαρσης, πλύση, έκπλυσις