Weetgierig στα ελληνικά
Μετάφραση: weetgierig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποθετικός, αδιάκριτος, εικαστικός, περίεργος, κερδοσκοπικός, θεωρητικός, περίεργο, περίεργα, αδιάκριτο, περιέργεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- achtergrond στα ελληνικά - πάτος, κρεβάτι, έδαφος, γη, προσαράσσω, φόντο, υπόβαθρο, ...
- eigenaar στα ελληνικά - κάτοχος, ιδιοκτήτης, κτήτορας, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
- financieel στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομικά, οικονομική, χρηματοδοτική, οικονομικώς, οικονομικής
- plavuis στα ελληνικά - πλακάκι, κεραμίδι, πλακιδίων, κεραμιδιών, πλακίδιο
Τυχαίες λέξεις
Weetgierig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποθετικός, αδιάκριτος, εικαστικός, περίεργος, κερδοσκοπικός, θεωρητικός, περίεργο, περίεργα, αδιάκριτο, περιέργεια
Μεταφράσεις: υποθετικός, αδιάκριτος, εικαστικός, περίεργος, κερδοσκοπικός, θεωρητικός, περίεργο, περίεργα, αδιάκριτο, περιέργεια