Kölcsönadás στα ελληνικά
Μετάφραση: kölcsönadás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάνειο, δανεισμός, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kökény στα ελληνικά - κορόμηλο, αγριοδαμάσκηνο, sloe, τσάπουρνων
- kölcsön στα ελληνικά - δάνειο, δανεισμός, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
- kölcsönhatás στα ελληνικά - παρεμβολή, αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, η αλληλεπίδραση, της αλληλεπίδρασης
- kölcsönviszony στα ελληνικά - συσχέτιση, αναλογία, λόγος, λόγο, σχέση, λόγου
Τυχαίες λέξεις
Kölcsönadás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάνειο, δανεισμός, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
Μεταφράσεις: δάνειο, δανεισμός, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια