Випуклість στα ελληνικά
Μετάφραση: випуклість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευδιάκριτος, διακεκριμένος, διαπρεπής, κυρτότητα, κυρτότητας, κυρτότητος, της κυρτότητας, convexity
Μεταφράσεις
- випуклий στα ελληνικά - αυταρχικός, κυρτός, κυρτή, κυρτό, κυρτού, κυρτά
- випуклості στα ελληνικά - κυρτότητα, κυρτότητας, κυρτότητος, της κυρτότητας, convexity
- випуск στα ελληνικά - τεύχος, έκδοση, ζήτημα, θέμα, έκδοσης
- випускати στα ελληνικά - εκθλίβω, αναδίνω, αποβάλλω, εκπέμπω, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Випуклість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευδιάκριτος, διακεκριμένος, διαπρεπής, κυρτότητα, κυρτότητας, κυρτότητος, της κυρτότητας, convexity
Μεταφράσεις: ευδιάκριτος, διακεκριμένος, διαπρεπής, κυρτότητα, κυρτότητας, κυρτότητος, της κυρτότητας, convexity