Дорослий στα ελληνικά
Μετάφραση: дорослий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενήλικας, ενήλικος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дорогій στα ελληνικά - παραβγαίνω, αντίζηλος, αντίπαλος, ακριβός, ακριβό, ακριβά, δαπανηρή, ...
- дорожче στα ελληνικά - ξανά, πάλι, ακριβός, ακριβό, ακριβά, δαπανηρή, ακριβό σχετικά
- доручати στα ελληνικά - κάνω, διαπράττω, δεσμεύω, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, ...
- доручення στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, ιεραπόστολος, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, ...
Τυχαίες λέξεις
Дорослий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενήλικας, ενήλικος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
Μεταφράσεις: ενήλικας, ενήλικος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων