Загартовувати στα ελληνικά

Μετάφραση: загартовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδο, νοστιμίζω, περίοδος, σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
Загартовувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • загартований στα ελληνικά - ωριμασμένο, καρυκεύματα, έμπειρος, έμπειρο, καρυκευμένο
  • загартовування στα ελληνικά - σκλήρυνση, σκλήρυνσης, τη σκλήρυνση, σκληρύνσεως, της σκλήρυνσης
  • загартування στα ελληνικά - φοβερός, φρικιαστικός, σκλήρυνση, σκλήρυνσης, τη σκλήρυνση, σκληρύνσεως, της σκλήρυνσης
  • загартувати στα ελληνικά - μετριάζω, σκληραίνω, οργή, διάθεση, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
Τυχαίες λέξεις
Загартовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδο, νοστιμίζω, περίοδος, σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει