Купчити στα ελληνικά
Μετάφραση: купчити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, να είναι στην επιχείρηση, είναι στην επιχείρηση, είναι σε επιχειρηματική, είστε στην επιχείρηση, ήταν στην επιχείρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- купорос στα ελληνικά - βιτριόλι, Θειικός, βιτριολίου, vitriol, χύνει δηλητήριο
- купувати στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν
- купівельний στα ελληνικά - αγορών, αγορά, αγοραστική, προμηθειών, προμήθειας
- купівля στα ελληνικά - αγορά, αγοράς, την αγορά, αγορές, αγορών
Τυχαίες λέξεις
Купчити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, να είναι στην επιχείρηση, είναι στην επιχείρηση, είναι σε επιχειρηματική, είστε στην επιχείρηση, ήταν στην επιχείρηση
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, να είναι στην επιχείρηση, είναι στην επιχείρηση, είναι σε επιχειρηματική, είστε στην επιχείρηση, ήταν στην επιχείρηση