Опора στα ελληνικά
Μετάφραση: опора, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακρατώ, στήλη, κάστρο, οχυρό, κολόνα, φρούριο, απόθεμα, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ескорт στα ελληνικά - συνοδεύω, ακολουθία, σωματοφύλακας, καβαλιέρος, συνοδεία, συνοδός, συνοδείας, ...
- змішатися στα ελληνικά - Σμίγω, Mingle, σμήγμα, Συναναστραφείτε, Στο Mingle
- консолідувати στα ελληνικά - εδραίωση, παγίωση, εδραιώσει, παγιώσει, εδραίωση της
- марксисти στα ελληνικά - μαρξιστές, Οι μαρξιστές, μαρξιστών, τους μαρξιστές, των μαρξιστών
Τυχαίες λέξεις
Опора στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακρατώ, στήλη, κάστρο, οχυρό, κολόνα, φρούριο, απόθεμα, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Μεταφράσεις: παρακρατώ, στήλη, κάστρο, οχυρό, κολόνα, φρούριο, απόθεμα, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη