Осуд στα ελληνικά

Μετάφραση: осуд, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψέγω, μέμψη, αποδοκιμασία, μομφή, κατακρίνω, παρατήρηση, καταδίκη, μομφής, δυσπιστίας, πρόταση μομφής, λογοκρισία
Осуд στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дозрілий στα ελληνικά - μεστώνω, ωριμάζω, ωριμάσει, ωρίμασε, ωρίμανσης, ωρίμανση, ωριμάζει
  • зрощування στα ελληνικά - επικάθηση, προσαύξησης, πρόσφυση, συσσώρευσης, πρόσφυσης
  • кинутися στα ελληνικά - βέλος, βελάκι, βελών, εκτόξευσης βελών, εκτόξευσης βελών που
  • культура στα ελληνικά - όγκος, ανάπτυξη, πολιτισμός, κουλτούρα, καλλιέργεια, πολιτισμού, πολιτισμό
Τυχαίες λέξεις
Осуд στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψέγω, μέμψη, αποδοκιμασία, μομφή, κατακρίνω, παρατήρηση, καταδίκη, μομφής, δυσπιστίας, πρόταση μομφής, λογοκρισία