Прокидатися στα ελληνικά
Μετάφραση: прокидатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεσηκώνω, διεγείρω, ξυπνήστε, ξυπνήσει, ξυπνήσουν, ξυπνήσετε, ξυπνούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апсида στα ελληνικά - αψίδα, αψίδας, κόγχη, αψίδα του
- замикання στα ελληνικά - περίφραξη, μάντρα, εσώκλειστο, στερέωση, περίφραγμα, ασφάλισης, κλείδωμα, ...
- льодяної στα ελληνικά - παγωμένος, πάγος, πάγου, πάγο, με πάγο, παγωμένο
- мастити στα ελληνικά - λιπαντικό, γράσο, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών
Τυχαίες λέξεις
Прокидатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεσηκώνω, διεγείρω, ξυπνήστε, ξυπνήσει, ξυπνήσουν, ξυπνήσετε, ξυπνούν
Μεταφράσεις: ξεσηκώνω, διεγείρω, ξυπνήστε, ξυπνήσει, ξυπνήσουν, ξυπνήσετε, ξυπνούν