Укласти στα ελληνικά

Μετάφραση: укласти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπεραίνω, τελειώνω, καταλήγω, συμπεραίνομαι, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν
Укласти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абсурдний στα ελληνικά - παράλογος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα
  • годити στα ελληνικά - κάνω, ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει
  • князьок στα ελληνικά - ηγεμονικός, princeling
  • лиха στα ελληνικά - καταστροφή, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών
Τυχαίες λέξεις
Укласти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπεραίνω, τελειώνω, καταλήγω, συμπεραίνομαι, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν