Bramować στα ελληνικά

Μετάφραση: bramować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρέλι, σύνορο, μεθόριος, κροσσός, Fringe, περιθωριακών, περιθωριακοί, περιθωριακές
Bramować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bramkowanie στα ελληνικά - περίφραξη, πύλης, προσπέλασης στην πύλη, gating, διόδου
  • bramowanie στα ελληνικά - μεθόριος, ρέλι, σύνορο, μπορντούρα, περίγραμμα, τρόχισμα, τελείωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Bramować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρέλι, σύνορο, μεθόριος, κροσσός, Fringe, περιθωριακών, περιθωριακοί, περιθωριακές