Dopełniacz στα ελληνικά

Μετάφραση: dopełniacz, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενική, γενική πτώση
Dopełniacz στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dopasowywać στα ελληνικά - αναπροσαρμόζομαι, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει, χωράει, κατάλληλα
  • dopaść στα ελληνικά - κυνηγώ, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
  • dopełniający στα ελληνικά - completive
  • dopełniać στα ελληνικά - συμπλήρωμα, ανεφοδιάζω, αναπληρώ, ολόκληρος, περατώνω, ολοκληρώνω, συμπληρώματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Dopełniacz στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενική, γενική πτώση