Graniczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: graniczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνορο, συνορεύω, εφάπτομαι, μεταίχμιο, μεθόριος, ρέλι, καταλήγω, εφάπτονται, ακουμπούν, καταλήγουν, εφάπτεται
Graniczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • granice στα ελληνικά - όρια, ορίων, τα όρια, σύνορα, συνόρων
  • graniczny στα ελληνικά - σύνορο, όριο, όρια, ορίου, ορίων
  • granit στα ελληνικά - γρανίτης, γρανίτη, από γρανίτη, γρανιτη, γρανίτες
  • grant στα ελληνικά - χορηγώ, υποτροφία, επίδομα, επιχορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Graniczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνορο, συνορεύω, εφάπτομαι, μεταίχμιο, μεθόριος, ρέλι, καταλήγω, εφάπτονται, ακουμπούν, καταλήγουν, εφάπτεται