Karta στα ελληνικά
Μετάφραση: karta, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ναυλώνω, κομμάτι, καταστατικό, φύλλο, στρώμα, κάρτα, σεντόνι, κάρτας, καρτών, της κάρτας, την κάρτα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doprowadzać στα ελληνικά - συνοδεύω, περιορίζω, σιτίζω, παροχή, εξαναγκάζω, ξεκινώ, καβαλιέρος, ...
- głowowy στα ελληνικά - κεφαλικός, κεφαλική, κεφαλικό, κεφαλικής, κεφαλικών
- harmonizacja στα ελληνικά - εναρμόνιση, εναρμόνισης, εναρμονίσεως, την εναρμόνιση, η εναρμόνιση
- hydroelektryczny στα ελληνικά - υδροηλεκτρικός, υδροηλεκτρικών, υδροηλεκτρική, υδροηλεκτρικής, υδροηλεκτρικού
Τυχαίες λέξεις
Karta στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ναυλώνω, κομμάτι, καταστατικό, φύλλο, στρώμα, κάρτα, σεντόνι, κάρτας, καρτών, της κάρτας, την κάρτα
Μεταφράσεις: ναυλώνω, κομμάτι, καταστατικό, φύλλο, στρώμα, κάρτα, σεντόνι, κάρτας, καρτών, της κάρτας, την κάρτα