Narastać στα ελληνικά
Μετάφραση: narastać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνομαι, συσσωρεύω, αύξηση, προκύπτω, μεγαλώνω, εγείρομαι, αυξάνω, προστίθεμαι, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dążenie στα ελληνικά - επίτευγμα, φιλοδοξία, καταδίωξη, απορρόφηση, βλέψη, ασχολία, αναρρόφησης, ...
- endokrynologia στα ελληνικά - ενδοκρινολογία, ενδοκρινολογίας, Ενδοκρινολογικό, την ενδοκρινολογία, της ενδοκρινολογίας
- grób στα ελληνικά - καίριος, τύμβος, τάφος, τάφο, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό
- heliotrop στα ελληνικά - ηλιοτρόπιο, ηλιοτροπίου, ηλιοτρόπιου, ηλιοτροπίου που, το ηλιοτρόπιο
Τυχαίες λέξεις
Narastać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, συσσωρεύω, αύξηση, προκύπτω, μεγαλώνω, εγείρομαι, αυξάνω, προστίθεμαι, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, συσσωρεύω, αύξηση, προκύπτω, μεγαλώνω, εγείρομαι, αυξάνω, προστίθεμαι, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει