Obowiązkowy στα ελληνικά

Μετάφραση: obowiązkowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτακτικός, υποχρεωτικός, υποχρεωτική, υποχρεωτικό, υποχρεωτικής, υποχρεωτικές, υποχρεωτικά
Obowiązkowy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alarmistyczny στα ελληνικά - πανικόβλητος, πανικό, πανικόβλητο, πανικόβλητων, πανικόβλητη
  • asfalt στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
  • dojść στα ελληνικά - αποκτώ, παίρνω, φτάνω, επιτυγχάνω, κατορθώνω, φθάσουν, φθάσει, ...
  • hasz στα ελληνικά - χασίσι, hash, κατακερματισμού, κατατεμαχισμού, δίεσης
Τυχαίες λέξεις
Obowiązkowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτακτικός, υποχρεωτικός, υποχρεωτική, υποχρεωτικό, υποχρεωτικής, υποχρεωτικές, υποχρεωτικά