Obowiązujący στα ελληνικά
Μετάφραση: obowiązujący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρθιος, υποχρεωτικός, κύρος, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Μεταφράσεις
- audiogram στα ελληνικά - ακουόγραμμα, ακοόγραμμα, ακοογράμματος, τονικό ακουόγραμμα, ακουογράμματος
- ekstrawertyk στα ελληνικά - εξωστρεφής, εξωστρεφή, εξωστρεφούς, εξωστρεφείς, εξωστρέφεια
- faksmodem στα ελληνικά - φαξ μόντεμ, φαξ modem, συσκευή φαξ μόντεμ, το φαξ μόντεμ, fax modem που
- frans στα ελληνικά - Frans, Ο Frans, τον Frans, Φρανς, του Frans
Τυχαίες λέξεις
Obowiązujący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρθιος, υποχρεωτικός, κύρος, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Μεταφράσεις: όρθιος, υποχρεωτικός, κύρος, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς