Odkładać στα ελληνικά
Μετάφραση: odkładać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτός, φυλάω, καθυστέρηση, επαναθέτω, αναβάλλω, διασώζω, αποκρούω, αποταμιεύω, προσχώνω, συσσωρεύω, ίζημα, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezpośredni στα ελληνικά - ευθύς, απλός, καθοδηγώ, σκηνοθετώ, ανεπίσημος, ίσιος, απόλυτος, ...
- doręczać στα ελληνικά - παραδίδω, εκφωνώ, εξυπηρετούνται, εξυπηρετείται, σερβίρεται, υπηρέτησε, σερβίρονται
- dyrektorować στα ελληνικά - απονέμω, απαλλάξει, να απαλλάξει, διανομή, διανέμουν, μην
- geneza στα ελληνικά - γένεση, προέλευση, Genesis, Γένεσης, Γένεσις, τη γένεση
Τυχαίες λέξεις
Odkładać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτός, φυλάω, καθυστέρηση, επαναθέτω, αναβάλλω, διασώζω, αποκρούω, αποταμιεύω, προσχώνω, συσσωρεύω, ίζημα, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Μεταφράσεις: εκτός, φυλάω, καθυστέρηση, επαναθέτω, αναβάλλω, διασώζω, αποκρούω, αποταμιεύω, προσχώνω, συσσωρεύω, ίζημα, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως