Okantować στα ελληνικά
Μετάφραση: okantować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεθόριος, σύνορο, ρέλι, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antydopingowy στα ελληνικά - Αντι, Anti, Καταπολέμησης, Καταπολέμησης της, την καταπολέμηση
- beniaminek στα ελληνικά - αγαπημένος, αγάπη, αγάπη μου, Ντάρλινγκ, darling, η αγάπη
- graficznie στα ελληνικά - γραφικά, γραφικής, γραφικώς, γραφική, γραφικής παραστάσεως
- hodometr στα ελληνικά - οδόμετρο, οδομετρητή, Χιλιομετρητής, οδομέτρων, το οδόμετρο
Τυχαίες λέξεις
Okantować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεθόριος, σύνορο, ρέλι, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Μεταφράσεις: μεθόριος, σύνορο, ρέλι, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει