Osadnictwo στα ελληνικά
Μετάφραση: osadnictwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικισμός, αποικισμός, αποίκιση, αποικισμού, αποικισμό, τον αποικισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bakteriolog στα ελληνικά - μικροβιολόγος, βακτηριολόγος, βακτηριολόγο, μικροβιολόγο
- drętwieć στα ελληνικά - σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, σκληρύνουν, ακαμψία
- ideowy στα ελληνικά - ιδεολογικός, ιδεολογική, ιδεολογικές, ιδεολογικό, ιδεολογικής
Τυχαίες λέξεις
Osadnictwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικισμός, αποικισμός, αποίκιση, αποικισμού, αποικισμό, τον αποικισμό
Μεταφράσεις: οικισμός, αποικισμός, αποίκιση, αποικισμού, αποικισμό, τον αποικισμό