Przymusowy στα ελληνικά

Μετάφραση: przymusowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευθύς, παθολογικός, υποχρεωτικός, ίσιος, υποχρεωτική, υποχρεωτικό, υποχρεωτικής, υποχρεωτικές, υποχρεωτικά
Przymusowy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • borazon στα ελληνικά - CBN, το CBN
  • docinać στα ελληνικά - πειράζω, ξεμπλέκω, κομματάκι, ίχνος, απόσχιση, απόκομμα, την απόσχιση
  • drobiazgowość στα ελληνικά - λεπτολογία, minuteness, μικροσκοπικότητα
  • fuksja στα ελληνικά - φουξία, φούξια, το φούξια, fuchsia
Τυχαίες λέξεις
Przymusowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευθύς, παθολογικός, υποχρεωτικός, ίσιος, υποχρεωτική, υποχρεωτικό, υποχρεωτικής, υποχρεωτικές, υποχρεωτικά